Η στυτική δυσλειτουργία ορίζεται ως η συνεχής ή περιοδική αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης μιας στύσης ικανής να επιτρέψει μια επιτυχημένη σεξουαλική επαφή. Αν και η στυτική δυσλειτουργία είναι καλοήθης κατάσταση, μπορεί να επιδράσει στη σωματική και ψυχική υγεία, επηρεάζοντας αρνητικά την ποιότητα ζωής τόσο των ασθενών όσο και των συντρόφων τους.
Η στυτική δυσλειτουργία θεωρείται από πολλούς θέμα ταμπού, ακόμη και σήμερα. Πολλοί είναι αυτοί που βιώνουν το πρόβλημα, λίγοι όμως απευθύνονται στον ειδικό, περίπου το 10%. Επιδημιολογικές έρευνες υπολογίζουν ότι η συχνότητα της στυτικής δυσλειτουργίας παγκοσμίως θα αυξηθεί από 150 εκατομμύρια άνδρες το 1995, σε 325 το 2025. Αν και δεν υπάρχουν αντίστοιχες μελέτες στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι πάνω από 500.000 πάσχουν από στυτική δυσλειτουργία. Όσο αυξάνει η ηλικία, τόσο αυξάνει και η συχνότητα της στυτικής δυσλειτουργίας.
Τα οργανικά αίτια της στυτικής δυσλειτουργίας απαντώνται, συνήθως, στις μεγαλύτερες ηλικίες και φαίνονται στο σχήμα:
Η διάγνωση της στυτικής δυσλειτουργίας συνήθως γίνεται εύκολα από το ιστορικό και την κλινική εξέταση. Κάποιες φορές, ωστόσο, θα απαιτηθούν επιπρόσθετες εξετάσεις: εξετάσεις αίματος (τεστοστερόνη, προλακτίνη, σάκχαρο, χοληστερίνη), δυναμικό έγχρωμο υπερηχογράφημα πεϊκών αγγείων, καταγραφή νυκτερινών στύσεων.
Προσοχή: ό,τι είναι καλό για την καρδιά είναι και για τη στύση. Πρόσφατες μελέτες, άλλωστε, υποστηρίζουν ότι η στυτική δυσλειτουργία και η καρδιαγγειακή νόσος αποτελούν εκδήλωση της ίδιας παθοφυσιολογικής διαταραχής: της νόσου του ενδοθηλίου. Μπορεί, επομένως, η στυτική δυσλειτουργία να αποτελεί πρώιμη ένδειξη καρδιαγγειακής νόσου, καθιστώντας, συνεπώς, επιβεβλημένη τη διάγνωση και αντιμετώπισή της.